- τετραστάσιον
- τετρα-στάσιον, in reference to the weight or size (cf. διστάσιος, τριστάσιος) of the piece of ivory.------------------------------------τετρα-στάσιον,A v. τετράσπαστος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.